- ἁλυκά
- ἁλυκόςsaltneut nom/voc/acc plἁλυκά̱ , ἁλυκόςsaltfem nom/voc/acc dualἁλυκά̱ , ἁλυκόςsaltfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁλυκάς — ἁλυκά̱ς , ἁλυκός salt fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύσμα — το, ΝΜΑ [πτύω] το φτύσμα, αυτό που φτύνεται κατά την απόχρεμψη, πτύελο, απόχρεμμα (α. «πτύσματα λεπτὰ καὶ ἁλυκὰ καὶ κεχρωσμένα ἀκρήτῳ χρώματι», Ιππ. β. «καὶ τι τῶν πρὸς τῷ τοίχῳ πτυσμάτων ἐπισημηναμένου», Πολ. γ. «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν… … Dictionary of Greek